φοράδαν

φοράδαν
Α
επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. φοράδην.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φοράδην — ΜΑ, και δωρ. τ. φοράδαν Α επίρρ. (κυρίως για ασθενείς) με μεταφορά πάνω σε φορείο, σηκωτά αρχ. με ορμητικό τρόπο, ορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρω + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. τροχ άδην)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”